ονομοιρία

ονομοιρία
μονομοιρία, η αστρολ. κατανομή τών πλανητών σε κάθε μοίρα τού ζωδιακού κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μοιρία (< -μοιρος < μοίρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”